τέθμιον

τέθμιον
θέσμιος
fixed
masc/fem acc sg (doric)
θέσμιος
fixed
neut nom/voc/acc sg (doric)
τέθμιος
fixed
masc acc sg (doric)
τέθμιος
fixed
neut nom/voc/acc sg (doric)
τέθμιος
fixed
masc/fem acc sg (doric)
τέθμιος
fixed
neut nom/voc/acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”